προκρινεῖ

προκρινεῖ
προκρῐνεῖ , προκρίνω
choose before others
aor subj pass 3rd sg (epic)
προκρῐνεῖ , προκρίνω
choose before others
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
προκρῐνεῖ , προκρίνω
choose before others
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκρίνει — προκρί̱νει , προκρίνω choose before others aor subj act 3rd sg (epic) προκρί̱νει , προκρίνω choose before others pres ind mp 2nd sg προκρί̱νει , προκρίνω choose before others pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκρίνω — ΝΜΑ 1. εκλέγω κατά προτίμηση, επιλέγω μεταξύ πολλών («ἐκ πάντων σφέας προκρίνας Ἑλλήνων αἱρέετο φίλους», Ηρόδ.) 2. κρίνω εκ τών προτέρων, προαποφασίζω νεοελλ. αναδεικνύω προκαταρκτικά, πριν από την οριστική κρίση («προκρίθηκαν πέντε για τον… …   Dictionary of Greek

  • προκριτής — οῡ, ὁ, Μ [προκρίνω] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που προκρίνει, που εκλέγει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”